- αμφίβληστρον
- ἀμφίβληστρον, το (Α)1. οτιδήποτε ρίχνεται γύρω από κάποιον ή κάτι ως δίχτυ2. το δίχτυ τού ψαρέματος που ρίχνεται στα ρηχά νερά, πεζόβολος, αθίβολος3. λέγεται μτφ. για τον μανδύα που έριξαν γύρω από το σώμα τού Αγαμέμνονα, σαν κυνηγετικό δίχτυ, για να τόν σκοτώσουν επίσης για το πουκάμισο τού Νέσσου4. δεσμός, δεσμά5. (για οικοδομήματα) περιτείχισμα, περίβολος6. φρ. «ἀμφίβληστρα σώματος ράκη», κουρέλια ριγμένα ολόγυρα στο σώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίβλη- (< ἀμφιβάλλω) + -τρον. Το -σ- της λ. (ἀμφίβλη-σ-τρον) δεν ερμηνεύεται μορφολογικά (παραγωγικά) παρά μόνον αναλογικά προς τύπους όπως -βλης (ἀβλής, προβλής), βλήσιμος, -βλησις κ.τ.ό. (πρβλ. και κνῆστρον αντί κνῆτρον, ποδόψηστρον αντί ποδόψητρον).ΠΑΡ. ἀμφιβληστρεύω, ἀμφιβληστροειδής].
Dictionary of Greek. 2013.